- πρόαρον
- πρόαρονlarge wooden bowl in which wine was mixedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόαρον — τὸ, Α ξύλινος κρατήρας στον οποίο ανεμίγνυαν τον οίνο με το νερό και από τον οποίο έπαιρναν με τα ποτήρια για πόση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι πιθ. σύνθ. < προ * + ἀρύω* «αντλώ νερό ή άλλο υγρό»] … Dictionary of Greek
προάροις — πρόαρον large wooden bowl in which wine was mixed neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)